Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

ΤΟ ΧΑΡΤΟΚΟΥΤΟ

Έψαχνα μέσα σε παλιά ξεχασμένα παιχνίδια να βρω
κάποιες στιγμές που έμειναν πίσω στο δρόμο.
Ένα χαρτόκουτο ψηλά στο ράφι του παιδικού δωματίου
και μέσα του αναπαύεται το παρελθόν της νιότης.
Στεγνό το στόμα από την πολυλογία και τώρα
αναζητώ ποτήρι με νερό.
Δεν θυμάμαι να πίστευα ποτέ πως θα φτάσω ως εδώ,
αναζητώντας, ψηλαφώντας, μουρμουρίζοντας.


Ένα απόγευμα ήταν που αντί ο ήλιος να πλαγιάσει
αυτός θέριεψε και με κράτησε ξύπνιο.
Κοιτώ το ρολόι στο χέρι μου, οι δείκτες του γυρίζουν
σαν ξεχασμένοι από το χρόνο, μεθυσμένοι χορευτές.
Δίπλα γράφω και σβήνω σκέψεις και λόγια που στριφογυρίζουν 
στο μυαλό μου παίζοντας μουσικές καρέκλες. 


Πως είναι  δυνατόν τώρα να μου συμβαίνει αυτό; 
Αναρωτήθηκα σκύβοντας πάνω από το χαρτόκουτο
σ’ εκείνο το ράφι.
Μέσα μου πεταρίζει ο νεοσσός, άραγε  αν μεγαλώσει 
θα γίνει γεράκι; θα πληγώσει με τα νύχια του;    

Θέλω να το ζήσω πριν οι δείκτες βρουν το ρυθμό τους
 και με παρασύρουν στη δίνη του χρόνου.
Φοβάμαι μην κάνω λάθος, δε θα αρκεί μια γομολάστιχα 
να το απαλείψει. Χαριεντίζεται και εγώ την παρατηρώ 
σιωπηλά χαμογελώντας.
Ακούω μουσική σταλμένη και την ρωτώ, εκείνη όμως δεν
απαντά, συνεχίζει να μου χαμογελά και να μου γνέφει.


Έμεινα για άλλη μια φορά να κοιτώ κλειστό 
το χαρτόκουτο.
Ίσως την επόμενη!