Απόψε σίγησαν τα νυχτοπούλια,
κι οι γρύλοι, σώπασε ο γκιώνης.
Και το φεγγάρι κρύφτηκε
αρνούμενο να φωτίσει
της Πόλης τ' ατιμασμένο σώμα.
Παντού απλώθηκε σκοτάδι
και ο ζόφος της Κασσιανής,
κι αυτός τώρα θάρρεψε.
Ο ανθοστόλιστος Μάης ραίνει
πολεμιστών τ’ αγιασμένα σώματα.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά
στα τείχη και στις εκκλησιές θυσιασμένοι.
Ερημωμένη γη,
ξεδιψασμένη λαύρα από των ποταμών το αίμα.
Απόθανε λένε της ανατολής η κόρη
κι από κοντά της ο Κωνσταντίνος ο Δραγάσης.
Γιος της Υπομονής, μα τούτος καρτερικά προσμένει
να ακούσει του αγγέλου κείνο το σάλπισμα.
κι οι γρύλοι, σώπασε ο γκιώνης.
Και το φεγγάρι κρύφτηκε
αρνούμενο να φωτίσει
της Πόλης τ' ατιμασμένο σώμα.
Παντού απλώθηκε σκοτάδι
και ο ζόφος της Κασσιανής,
κι αυτός τώρα θάρρεψε.
Ο ανθοστόλιστος Μάης ραίνει
πολεμιστών τ’ αγιασμένα σώματα.
Άντρες, γυναίκες και παιδιά
στα τείχη και στις εκκλησιές θυσιασμένοι.
Ερημωμένη γη,
ξεδιψασμένη λαύρα από των ποταμών το αίμα.
Απόθανε λένε της ανατολής η κόρη
κι από κοντά της ο Κωνσταντίνος ο Δραγάσης.
Γιος της Υπομονής, μα τούτος καρτερικά προσμένει
να ακούσει του αγγέλου κείνο το σάλπισμα.